- λουτρολογία
- η мед. бальнеология; курортология
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λουτρολογία — η κλάδος τής ιατρικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών ιδιοτήτων και θεραπευτικών εφαρμογών τών ιαματικών υδάτων, καθώς και τού θαλασσινού νερού και τού κλίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. balneology < balne (<… … Dictionary of Greek